εὐρύστομος

εὐρύστομος
εὐρύστομος
widemouthed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… …   Dictionary of Greek

  • εὐρύστομον — εὐρύστομος widemouthed masc/fem acc sg εὐρύστομος widemouthed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυστομωτέρου — εὐρύστομος widemouthed masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυστόμου — εὐρύστομος widemouthed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυστόμων — εὐρύστομος widemouthed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυστόμῳ — εὐρύστομος widemouthed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύστομα — εὐρύστομος widemouthed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύστομοι — εὐρύστομος widemouthed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • ευρυστομία — η (Μ εὐρυστομία) [ευρύστομος] το να έχει κάποιος ευρύ στόμα, η πλατυστομία μσν. 1. το να προφέρει κάποιος τις λέξεις με στόμφο, με επιτηδευμένη μεγαλοπρέπεια 2. πομπώδης γλώσσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”